νώγαλα

νώγαλα
νώγαλα
Grammatical information: n. pl.
Meaning: `dainties, sweetmeats' (Com. IVa)
Derivatives: νωγαλέος = λαμπρός (Zonar.) and νωγαλ-ίζω `chew ν.' (Com. IVa) with νωγαλίσματα pl. = νώγαλα (Poll.); also -εύω `id.' (Suid.) with -εύματα pl. `id.' (Com. V--IVa).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Word of popular language without etymology. After Grošelj Živa Ant. 1, 259 dissimilated from *λώγαλα, from λώγη. Older attempt in Bq.
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νώγαλα — νώγαλα, τὰ (Α) ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε …   Dictionary of Greek

  • νώγαλα — dainties neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωγάλευμα — νωγάλευμα, τὸ (Α) [νωγαλεύω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλεύματα τα νώγαλα* …   Dictionary of Greek

  • νωγάλισμα — τὸ (Α) [νωγαλίζω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλίσματα τα νώγαλα* …   Dictionary of Greek

  • νωγαλέος — (Α) (κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρός». επίρρ... νωγαλέως (Α) (κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για γλώσσα που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, παρά την ομοιότητα στη μορφή, δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. νώγαλα… …   Dictionary of Greek

  • νωγαλίζω — νωγαλιζω (Α) [νώγαλα] νωγαλεύω* …   Dictionary of Greek

  • νωγαλεύω — (Α) [νώγαλα] (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐσθίω, τρώγω νωγαλεύματα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”